- όμβρημα
- ὄμβρημα, τὸ (ΑΜ) [ομβρώ (Ι)]βρόχινο νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμβρήμασι — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήμασιν — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματα — ὄμβρημα rain water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματος — ὄμβρημα rain water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)